- ηδύχρους
- ἡδύχρους, -ουν και -οος, -οον (AM)1. αυτός που έχει γλυκό, ευχάριστο χρώμα («ἡδύχροα πρόσωπα»)2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύχρουντο ηδύπνουν, αρνί που τρέφεται ακόμη με το μητρικό γάλανεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το ηδύχρουνγένος εντόμων τής οικογένειας τών χρυσιδιδώναρχ.1. συνεκδ. εύοσμος2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύχρουνείδος μυρωδικού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + -χρους (< -χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. ά-χρους, μελανό-χρους].
Dictionary of Greek. 2013.